γρονθοκοπώ

γρονθοκοπώ
(α, ε) μετ. бить кулаками;

γρονθοκοπιέμαι, γρονθοκοπούμαι

1) — драться на кулаках;

2) быть противоположным, противоречить, не соответствовать; расходиться;

οι λόγοι του γρονθοκοπούνται προς τα έργα (τάς πράξεις) του — его слова расходятся с делами (с его действиями)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "γρονθοκοπώ" в других словарях:

  • γρονθοκοπώ — ( έω) και γροθοκοπώ ( άω) (Μ γρονθοκοπώ, έω) χτυπώ με γροθιές νεοελλ. φρ. «οι απόψεις, ή τα επιχειρήματα κ.λπ., γρονθοκοπούνται» βρίσκονται σε πλήρη αντίφαση …   Dictionary of Greek

  • κατακονδυλίζω — (Α) 1. χτυπώ κάποιον με γροθιές, γρονθοκοπώ 2. ταλαιπωρώ κάποιον υπερβολικά («ὄχλος κατακεκονδυλισμένος τὴν ψυχήν», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κονδυλίζω «γρονθοκοπώ» (< κόνδυλος)] …   Dictionary of Greek

  • -κοπώ — άω β συνθετικό ρημάτων τής Νέας Ελληνικής το οποίο σημαίνει επίταση ή επανάληψη αυτού που δηλώνει το α συνθετικό. Τα ρ. τής Αρχαίας Ελληνικής σε κοπώ σχηματίζονταν σε έω / ῶ, ήταν παρασύνθετα από ονόματα σε κόπος (< κόπτω) και διατηρούσαν τη… …   Dictionary of Greek

  • αγρονθοκόπητος — η, ο [γρονθοκοπώ] αυτός που δεν χτυπήθηκε με γροθιές, ο άδαρτος …   Dictionary of Greek

  • κατακονδυλώ — κατακονδυλῶ, όω (Α) κατακονδυλίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κονδυλῶ «γρονθοκοπώ»] …   Dictionary of Greek

  • όνειδος — τὸ (ΑΜ ὄνειδος, Μ και ὄνειδος, ό) 1. ψόγος, μομφή, επίπληξη, κατάκριση, επιτίμηση 2. ντροπή, καταισχύνη, αίσχος, ατιμία 3. κατάσταση ή πρόσωπο που επιφέρει καταισχύνη, ντροπή («τὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ σάκει», Αισχύλ.) 3. παροιμ. φρ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»